- τέκνοις
- τέκνονchildneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεκνοῖς — τεκνόω furnish pres opt act 2nd sg τεκνόω furnish pres subj act 2nd sg τεκνόω furnish pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννέμω — ἐννέμω (Α) [νέμω] 1. βόσκω αγέλη σ έναν τόπο 2. (για ζώα) βόσκω 3. μέσ. ζω ανάμεσα σε άλλους («αὐθωρὶ τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΠΔ) … Dictionary of Greek
επιστένω — ἐπιστένω (AM) [στένω] θρηνώ για κάτι («τί δὴ τάλαινα τοῑσδ’ ἐπιστένεις τέκνοις;», Ευρ.) αρχ. στενάζω αμέσως μετά («ὡς ἔφατο κλαίουσ’ ἐπὶ δ’ ἔστενε δῆμος ἀπείρων», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
εποίζω — ἐποίζω (Α) θρηνῶ, οδύρομαι για κάτι («τέκνοις ἐπῷζε τοῑς τεθνηκόσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί* + οίζω «θρηνώ» (βλ. λ. οϊζύς)] … Dictionary of Greek
επώζω — (I) ἐπῴζω (Α) (για τη Νιόβη) θρηνώ («τέκνοις ἐπῷζε τοῑς τεθνηκόσι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίζω / οΐζω «θρηνώ». Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»]. (II) ἐπῴζω (Α) επωάζω … Dictionary of Greek
ευλογίζω — εὐλογίζω (Α) [εύλογος] μτγν. εσφ. γραφή τού ευλογώ («καὶ εὐλογίσθησαν ἐν τοῑς τέκνοις αὐτῶν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… … Dictionary of Greek
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
μεταμείβω — μεταμείβω, δωρ. τ. πεδαμείβω (Α) 1. μεταβάλλω, τροποποιώ («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», Πινδ.) 2. αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῑκα», Μόσχ.) 3. μεταφέρω, μεταβιβάζω, («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει»,… … Dictionary of Greek
πανδημεί — και πανδημί / δωρ. τ. πανδαμεί και πανδαμί, ΝΑ επίρρ. με την συμμετοχή όλου τού λαού, συν γυναιξί καί τέκνοις, με όλους μαζί, αθρόως αρχ. φρ. «πανδημεὶ στρατεύω» εκστρατεύω με πανστρατιά, με κινητοποίηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek